κύρνιος

κύρνιος
κύρνιος, -ία, -ον (Α) [Κύρνος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κύρνο, δηλ. την Κορσική, ή προέρχεται από αυτήν
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Κύρνιος, ἡ Κυρνία
ο κάτοικος τής Κύρνου ή εκείνος που κατάγεται από αυτήν («πολυχρονίους... εἶναι τοὺς Κυρνίους... διὰ τὸ μέλιτι ἀεὶ χρῆσθαι», Αθήν.)
3. παροιμ. «Κυρνία γῆ» — φωλιά ληστών, περιοχή που έχει πολλούς ληστές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”